-
1 ούς
(γεν. ωτός) τό уст.1) ухо;τό έξω (μέσον) ούς — наружное (среднее) ухо;
2) слух;τείνω το ούς — напрягать слух, прислушиваться;
τείνω ευήκοον ούς — благожелательно слушать, выслушивать;
κλείνω τα ώτα притворяться глухим
См. также в других словарях:
ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής … Dictionary of Greek